Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ούτε πολύ

  • 1 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 2 ни

    ни ούτε* ни... ни... ούτε... ούτε...· ни больше, ни меньше ούτε πολύ, ούτε λίγο· как бы то ни было όπως κι αν είναι* ни за что με κανένα τρόπο
    * * *

    ни... ни… — ούτε... ούτε…

    ни бо́льше ни ме́ньше — ούτε πολύ, ούτε λίγο

    как бы то ни́ было — όπως κι αν είναι

    ни за что́ — με κανένα τρόπο

    Русско-греческий словарь > ни

  • 3 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 4 много

    много
    нареч πολύ:
    \много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > много

  • 5 меньше

    1. συγκρ. β. του επ. милый κ. маленький μικρότερος•

    меньше всех μικρότερος όλων.

    2. συγκρ. β. του επίρ. мало λιγότερο•

    гораздо меньше πολύ λιγότερο•

    меньше всего το λιγότερο•

    ни больше ни меньше ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω•

    как можно меньше όσο το δυνατό λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньше

  • 6 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 7 больше

    больше
    1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;
    2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:
    как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;
    3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:
    \больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > больше

  • 8 более

    1. βλ. больше.
    2. πιο, περισσότερο•

    -спокойный πιο -ήσυχος•

    более смелый πιο τολμηρός.

    εκφρ.
    более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•
    не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•
    более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•
    тем более – ακόμα περισσότερο•
    более чем – περισσότερο απ’ ότι.

    Большой русско-греческий словарь > более

  • 9 без

    κ. безо πρόθεση με γεν.
    1. χωρίς, δίχως, άνευ•

    без денег χωρίς χρήματα•

    без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•

    без потерь χωρίς απώλειες•

    без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•

    без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•

    без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•

    без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•

    вести χωρίς είδηση.

    2. παρά•

    без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.

    || κοντά, σχεδόν, περίπου•

    служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•

    не без того υπάρχει δόση αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > без

  • 10 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 11 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 12 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 13 море

    -я, πλθ. -я, -и ουδ.
    1. η θάλασσα•

    средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•

    балтийское море Βαλτική θάλασσα•

    каспийское море Κασπία θάλασσα•

    взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•

    бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•

    за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•

    из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.

    || πέλαγος•

    эгиско море Αιγαίο πέλαγος•

    ионическое море Ιόνιο πέλαγος.

    || λίμνη πολύ μεγάλη•

    аральское море η λίμνη Αρρίλη.

    2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•

    море слз π,οτάμια δάκρυα•

    море крови ποτάμια αίματος.

    || τεράστια έκταση•

    хлебов θάλασσα σιτηρών.

    3. επίρ. δια θαλάσσης•

    ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.

    εκφρ.
    житейское мореπαλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•
    в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•
    за -ем, (мореями)παλ. στα ξένα•
    на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•
    ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί.

    Большой русско-греческий словарь > море

  • 14 далеко

    далеко́
    нареч μακριά, μακρυά, μακράν:
    \далеко от города μακρυά ἀπ' τήν πόλη· зайти ·\далеко в лес προχωρώ βαθειά στό δάσος· ◊ \далеко за полночь ἀργά μετά τά μεσάνυχτα· \далеко не сразу πολύ ἀργά, ὄχι ἀμέσως· выходить \далеко за пределы βγαίνω πολύ ἐξω ἀπό τά ὀρια, ξεπερνάω πολύ τά δριά она \далеко не красавица ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι καλλονή· он \далеко пойдет θά ἔχει μέλλον, θά προοδέψει· \далеко зайти в чем-л. τό παρακάνω· тебе до него́ \далеко δέν φτάνεις ὁὔτε τό νυχάκι του.

    Русско-новогреческий словарь > далеко

  • 15 сторона

    сторон||а
    ж
    1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:
    в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·
    2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:
    родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·
    3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:
    πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·
    4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:
    лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·
    5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:
    противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·
    6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:
    рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία!

    Русско-новогреческий словарь > сторона

  • 16 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 17 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 18 крошка

    θ.
    1. ψιχουλάκι, τριμματάκι. || μτφ. ελάχιστη ποσότητα.
    2. πολύ μικρών διαστάσεων. || παιδάκι, παιδαρέλι• μωρό.
    3. επίρ. -у ελάχιστα, μια ψίχα, μια στάλα.
    εκφρ.
    ни -и – ούτε σταλιά, ούτε ψιχουλάκι, καθόλου.
    θ.
    τρίψιμο, θρίψη, ψιχούλιασμα.

    Большой русско-греческий словарь > крошка

  • 19 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 20 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

См. также в других словарях:

  • μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • ντούζικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λοξοδρομήσεις, ευθύγραμμος, ίσιος, απλός 2. (για άνεμο) αυτός που δεν είναι ούτε πολύ έντονος ούτε πολύ χαμηλός, αλλά διατηρείται σε μέτρια ένταση, κανονικός, στρωτός, ομαλός 3. το ουδ. ως ουσ. το ντούζικο είδος ποτού,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»